Βορβοροκοίτης

Βορβοροκοίτης
Βορβοροκοίτης, ο (Α)
(όνομα βατράχου στη Βατραχομυομαχία) αυτός που κοιμάται μέσα στη λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βόρβορος + -κοίτης < κοίτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Βορβοροκοίτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βορβοροκοίτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βορβοροκοίτην — Βορβοροκοίτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βορβοροκοίτην — βορβοροκοίτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόρβορος — ο (AM βόρβορος) βρομερή λάσπη, βούρκος μσν. νεοελλ. ηθική ακαθαρσία, διαφθορά αρχ. κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., σχηματισμένη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Αν υποτεθεί ότι πρόκειται για κληρονομημένη λ., τότε μπορεί να συσχετιστεί με τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”